γλαφυρός

γλαφυρός
-ή, -ό (AM γλαφυρός, -ά, -όν)
(για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση
αρχ.
1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ.
β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς»)
2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος
3. νόστιμος, γευστικός
4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής («γλαφυρώτερος τῶν νομοθετῶν», Αριστοτ.)
5. επιδέξιος, ικανός
6. εκλεπτυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γλάφυ, γλάφω και γλαφυρός ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα *gelebh- «ξύνω, βαθουλώνω ξύνοντας, πλανίζω». Ο τ. γλαφυρός πιθ. < *γλαφύς (κατά το πρότυπο τού λιγυρός < λιγύς). Τα γλάφυ και γλαφυρός συνδέονται πιθανώς με το ρ. γλύφω (*γλυφυ- < γλαφυ- με ανομοίωση), που χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος. Τέλος, το γλάφω ως λ. «άπαξ ειρημένη» με την έννοια «κοιλώνω» είναι πολύ πιθανό να είναι υστερογενής σχηματισμός έναντι τού γλαφυρός. Κατ' άλλους, το γλάφω, με τη σημασία «εγχαράσσω», οφείλεται πιθανώς σε συμφυρμό τών γλύφω και γράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλαφυρός — hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρός — ή, ό επίρρ. ά κομψός, ευχάριστος, χαριτωμένος: Γλαφυρό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτερον — γλαφυρός hollow adverbial comp γλαφυρός hollow masc acc comp sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρωτάτων — γλαφυρός hollow fem gen superl pl γλαφυρός hollow masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρωτέρων — γλαφυρός hollow fem gen comp pl γλαφυρός hollow masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρῶν — γλαφυρός hollow fem gen pl γλαφυρός hollow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρόν — γλαφυρός hollow masc acc sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτατα — γλαφυρός hollow adverbial superl γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτατον — γλαφυρός hollow masc acc superl sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”